- απαριθμούμαι
- απαριθμούμαι, απαριθμήθηκα, απαριθμημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀπαριθμοῦμαι — ἀπαριθμέω count over pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπαριθμέω count over pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπαριθμούμαι — έομαι, Μ απαριθμούμαι συγχρόνως … Dictionary of Greek